Βλέπουμε το βουνό μπροστά μας, μάς παραστέκεται σε κάθε στιγμή. Βλέπουμε τις πλαγιές του να κατεβαίνουν ως τη θάλασσα. Βλέπουμε ελαιώνες. Βλέπουμε το δάσος στις μακρινές ορεινές κορυφογραμμές. Βλέπουμε τους οικισμούς να φωλιάζουν στις πτυχές του εδάφους, να χάνονται και να εμφανίζονται με διαφορετικό φως, στις στροφές των διαδρομών. «Παραδοσιακοί» οικισμοί που διατηρούνται με κόπο και επιμονή κομμάτι-κομματάκι, εγκαταλείφθηκαν και επανακατοικούνται στις θελκτικές εικόνες τους στους τουριστικούς χάρτες, αλλά και όσο γίνεται ζωντανά, στα σύγχρονα βιώματα διαρκείας κατοίκων και επισκεπτών. Χωριά στέκουν, το ένα δίπλα στον άλλο, σε ιστορικές σχέσεις αλληλεξάρτησης, σε αποστάσεις λίγων ωρών περπατήματος μεταξύ τους. Ένα οικιστικό δίκτυο, σχέσεων και τεχνικών επιβίωσης που αναδιατάσσεται διαρκώς καθώς αλλάζουν οι σχετικές θέσεις των οικισμών στο εύκολα προσβάσιμο οδικό δίκτυο και η κατοίκησή τους στο τοπικό και παγκόσμιο πλαίσιο.

Είναι αδύνατον να ερμηνεύσεις αυτό το τοπίο αν δεν το πλησιάσεις, αν δεν το περπατήσεις και αν δεν σταθείς να το νιώσεις, αν δεν μιλήσεις με τους ανθρώπους που το κατοικούν και συνεχίζουν να το ζωντανεύουν, το κατασκευάζουν, με όσους φέρουν στο παρόν, λόγια, ιστορίες και τεχνικές του παρελθόντος, συχνά χωρίς να τις δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Είναι αδύνατον να το καταλάβεις στο παρόν, αν δεν λάβεις υπόψη πώς λειτουργεί πολιτισμικά, δηλαδή οικονομικά και κοινωνικά, στο περιβάλλον, μαζί με τις μεγάλες πόλεις στον ευρύτερο χώρο· πώς όλος αυτός ο τόπος είναι κομμάτι του αστικοποιούμενου κόσμου που πρακτικά δεν πολύ-νοιάζεται για την πρωταρχική του συγκρότηση στο έδαφος και την «ύπαιθρο» χώρα. Η ύπαιθρος χώρα ερημώνει, απαξιώνεται, χάνονται σημαντικοί κρίκοι συνέχειας της ιστορίας και της γνώσης για κάθε τόπο.

Το Πήλιο διατρέχεται από μονοπάτια και λιθόστρωτες διαδρομές εκατοντάδων χιλιόμετρων που κόπηκαν με την έλευση των αυτοκινήτων και των μηχανημάτων έργων σε «αμαξωτούς» δρόμους που ευτυχώς αφήνουν απάτητες μεγάλες εκτάσεις του.
Ιστορικά μονοπάτια και διαδρομές φέρουν τη γνώση για το έδαφος και τις μεταπτώσεις του καιρού, εξασφαλίζοντας την επιβίωση, την επικοινωνία και τις μετακινήσεις στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων του παρελθόντος μέσα και μεταξύ των οικισμών.
Σήμερα συνεχίζουν να περπατιούνται από χιλιάδες ταγμένους πεζοπόρους και ορειβάτες που πατούν στα ίδια χνάρια κάθε χρόνο, κυρίως για αναψυχή και με φροντίδα διατήρησης τους. Το έργο τεράστιο και η θεσμική προστασία ελάχιστη και ασυντόνιστη. Ο προ εικοσαετίας χαρακτηρισμός ως «διατηρητέων», μόλις 17 λιθόστρωτων διαδρομών με όλα τα στοιχεία διαμόρφωσης και συνεκτικότητας που τα χαρακτήριζαν στο τέλος του 19ου αιώνα (γέφυρες, μάντρες, βρύσες και ποτίστρες, τοίχους αντιστήριξης, πλατώματα, κ.λπ.) ήταν μάλλον ανεπαρκής για τη διάσωσή τους. Εκτεθειμένη στην καταστροφή έμεινε ένα μεγάλο μέρος πολιτιστικής κληρονομιάς εκτός αυτών των διαδρομών που εν μέρει μαρτυρά ακόμη όλα όσα έδιναν ζωή στον τόπο – πρόκειται για υλικά σπαράγματα που παραμένουν ατεκμηρίωτα (περισσότερες λιθόστρωτες διαδρομές και περάσματα στη φύση, μνημεία, δεξαμενές, ξερολιθικές κατασκευές όπως μάντρες, καλύβια, αλώνια, κ.ά.). και είναι γνωστά και αγαπητά σε ντόπιους και επισκέπτες που γρήγορα τις διαβάζουν ως αναπόσπαστα στοιχεία του τοπίου.

Ωστόσο, οι εφαρμοζόμενες τεχνικές προδιαγραφές για τις πεζοπορικές διαδρομές είναι στοιχειώδεις και είναι απλοϊκές για να αφορούν τα ιστορικά μονοπάτια και την πολιτιστική και ανθρωπολογική κληρονομιά που φέρουν. Το κτηματολόγιο δεν περιέλαβε στις οδηγίες του, ειδικούς όρους για την καταγραφή αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς που η παρουσία της διεκδικούνταν συλλογικά και πραγματώνονταν καθημερινά στις τοπικές κοινότητες. Δυστυχώς, τα ίχνη των κοινοτικών λιθόστρωτων διαδρομών και συλλογικών υποδομών εξυπηρέτησης, χάνονται στην κυριαρχία της διεκδίκησης της ακίνητης περιουσίας. Αντίθετα, τα σύγχρονα τεχνολογικά δίκτυα καταλαμβάνουν αδιαμφισβήτητα τμήματα του εδάφους.

Στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου, η πηγή που δίνει σήμερα το πόσιμο νερό στο χωριό, λέγεται ακόμη Μάνα, σε ένα πλέον τεχνικά κακοποιημένο φυσικό τοπίο, άλλοτε «παράδεισο». Παλιότερα, πριν υπάρξει το «μοντέρνο» δίκτυο ύδρευσης υπήρχαν κι άλλες πηγές που τροφοδοτούσαν τις δεκάδες δημόσιες κρήνες του χωριού με διαφορετικές ιδιότητες η κάθε μία. Τα αυλάκια περνούσαν με εποχιακούς και ημερήσιους ρυθμούς μέσα από κάθε κήπο ή αυλή. Τα ίχνη τους είναι εμφανή ακόμη στα λιθόστρωτα. Η διαχείριση του νερού – του πόσιμου, της άρδευσης, της βροχής- καθόριζε την κατοίκηση και την εξημέρωση του τόπου μέσα και γύρω από το χωριό, στο έδαφος, στη θέση των κτιρίων, σε ζώνες καλλιεργειών. Διαφορετικές τεχνικές «λύσεις» δοκιμάστηκαν επί μακρόν για να επικρατήσουν ως σταθερές στο έδαφος: τα «καλντρίμια» – οι λιθόστρωτες διαδρομές που αγκυρώνονται σε βάθος· η «αστρέχα» – η αποστραγγιστική διάταξη των κτιρίων που οδηγεί τα νερά της βροχής γύρω από το κτίριο προστατεύοντας τα θεμέλια και την υπερδομή· η «ζάπχα» και το «κλωνάρι» – η τιθάσευση του νερού, σε διαφορετικές ποσότητες, στο τεράστιο δίκτυο από μεταβλητά ανοιχτά αυλάκια για το κοινοτικό μοίρασμα του για πότισμα, με χώμα, στα λιθόστρωτα, με σιδερένιους αγωγούς, αργότερα με θυρίδες και σακουλιασμένες πέτρες, σήμερα άστοχα με λάστιχα και πλαστικούς σωλήνες. Η συλλογική φροντίδα για το νερό, στα σπίτια, στον τόπο και την παραγωγή, εκτυλίσσονταν για την καθημερινή διευκόλυνση και για να σώζει τους οικισμούς και τις συλλογικές υποδομές από μεγάλες καταστροφές. Είχε υδρονομείς και αγροφύλακες που όμως διώχτηκαν οριστικά με το καταστροφικό πέρασμα του «Ντάνιελ» και την εκχώρηση της διαχείρισης σε ξενόφερτους «ειδικούς».

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Tοπίο αντανακλά την πιο διευρυμένη και πλούσια αντίληψη στη βάση της γεωγραφικής, οικονομικής και ανθρωπολογικής θεώρησης για το πως μπορούμε να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε, να νοηματοδοτήσουμε και να φροντίσουμε τα πολιτισμικά τοπία, ιστορικά και σύγχρονα, διατηρώντας την πολιτιστική και φυσική κληρονομιά. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στον ρόλο των τοπικών κοινωνιών αλλά και της εκπαίδευσης1 με βιωματική μάθηση, στις συνεχείς διεργασίες για την αναγνώριση, την προστασία, τη διεκδίκηση και τη διατήρηση ζωντανών τοπίων.

Η κατανόηση αυτή δεν είναι ακόμη κοινή πρακτική στον χωρικό σχεδιασμό (τη χωροταξία, την πολεοδομία και τη διακυβέρνηση για θετικά αποτελέσματα στον χώρο). Οι μελετητές των υπό εξέλιξη νέων τοπικών πολεοδομικών και χωροταξικών σχεδίων δεν έχουν επαρκή θεσμικά εργαλεία για να διασφαλίσουν τη διαχείριση αξιόλογων πολιτισμικών τοπίων στο πλαίσιο των σύγχρονων προκλήσεων όπως είναι η κλιματική αλλαγή, ο παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός των τόπων και ο τουρισμός, τα δημογραφικά δεδομένα, ενώ όποια επιχειρήματα θεσμικής προστασίας θα πρέπει να είναι στοιχεία μια γενικότερης πολιτικής με κοινωνικά και οικονομικά στηρίγματα για την «ύπαιθρο» και μια ισόρροπη και δημιουργική περιφερειακή ανάπτυξη.
Τέλος, είναι σαφές ότι το ευρύ κοινό και οι τοπικές κοινωνίες δεν έχουν ενημέρωση για τον σχεδιασμό του ζωτικού τους χώρου. Δεν καλούνται να συμμετέχουν ουσιαστικά σε καμία διαδικασία λήψης αποφάσεων που τον καθορίζουν ούτε να εισφέρουν σε απαραίτητες ζυμώσεις αλλαγής με τις ανεκτίμητες τοπικές γνώσεις και απόψεις.
□
1 Δασκάλες και δάσκαλοι σε κάθε επίπεδο εκπαίδευσης αναζητήστε και εντάξτε στη διδασκαλία σας το διαθέσιμο υλικό από το Συμβούλιο της Ευρώπης για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο, ειδικότερα για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το σχετικό παιδαγωγικό εγχειρίδιο