Για να επιχειρήσει να δώσει κάποιος απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά πρέπει αρχικά να ξεκαθαρίσει ένα θεμελιώδες ζήτημα που καθορίζει και την οπτική γωνιά της αναγκαίας προσέγγισης: Ποια ήταν τα κύρια πολύτιμα στοιχεία αυτού του εθνικού πάρκου και πώς σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά του δάσους, του τοπίου αλλά και με τις ανθρώπινες δραστηριότητες;
Το κύριο, πολύτιμο και διατηρητέο στοιχείο του εθνικού πάρκου ήταν η μεγάλη ποικιλία αρπακτικών και πτωματοφάγων πουλιών που ζούσαν εκεί, μερικά σε πολύ σημαντικούς πληθυσμούς. Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν η κορυφαία στην Ελλάδα για τα πουλιά αυτά και μια από τις 2-3 πολυτιμότερες στην Ευρώπη αφού εδώ ζούσαν 3 είδη γυπών, 7-8 είδη αετών, ικτίνοι, γεράκια, γερακίνες, σαΐνια. Συνολικά, 20-25 είδη αρπακτικών πουλιών και γυπών.
Μαυρόγυπες, Όρνια, Ασπροπάρης και Κοράκια στην ταΐστρα
της Δαδιάς (C) Πέτρος Μπαμπάκας
Τα γενεσιουργά αίτια για την ποικιλία και τους μεγάλους αριθμούς είναι τόσο φυσικά, όσο και ανθρωπογενή, και για να τα καταλάβουμε πρέπει να παρατηρήσουμε τον χώρο, την ιστορία και το τοπίο της περιοχής, σε διάφορες κλίμακες.
Πρώτον, η περιοχή διέθετε μεγάλη ποικιλία θέσεων φωλιάσματος και μάλιστα υπό άριστες συνθήκες: μικρά και μεγάλα δέντρα, μικρά και μεγάλα βράχια, ποικίλο ανάγλυφο, έλλειψη ενόχλησης, ασφάλεια. Κρίσιμο είναι να γνωρίζουμε ότι κάμποσα μεγαλόσωμα είδη αρπακτικών πουλιών αλλά κι ο τεράστιος μαυρόγυπας, μπορούν και φωλιάζουν μόνο σε μεγάλου μεγέθους δέντρα.
Δεύτερον, η περιοχή πρόσφερε άφθονες πηγές τροφής για πουλιά πτωματοφάγα και αρπακτικά-κυνηγούς. Τα πρώτα στηρίζονταν από την πανάρχαια, εκτεταμένη παραδοσιακή κτηνοτροφία, τόσο στο πάρκο όσο και σε περιοχές της ανατολικής Ροδόπης γύρω και κοντά σε αυτό. Τα δεύτερα βασίζονταν κυρίως στην ποικιλία και την αξιοσημείωτη αφθονία ερπετών, αλλά και την αφθονία τρωκτικών, αμφίβιων και μεσαίου μεγέθους θηλαστικών. Και πάλι η κτηνοτροφία ήταν η αιτία πίσω από την αφθονία πολλών από αυτά. Γίνεται γρήγορα φανερό ότι οι συνθήκες που ευνοούσαν την παρουσία των πουλιών σχετίζονται τόσο με το φυσικό περιβάλλον της περιοχής, με τα γεωλογικά χαρακτηριστικά της, το κλίμα της, τη θέση της, το ανάγλυφό της, αλλά και την πολιτισμική της ιστορία, τη διαχείριση των πόρων της, την αραιή κατοίκηση και τη γειτονία με τη Ροδόπη και τον ποταμό Έβρο.
Τρίτον, η σημαντικότερη αιτία του πλούτου, το πιο κομβικό απ’ όλα τα χαρακτηριστικά τής περιοχής, ήταν η παρουσία του μεγάλου σε έκταση αλλά απομονωμένου πευκοδάσους, που σε πολλά σημεία αποτελούνταν από ώριμα, μεγάλου μεγέθους και μεγάλης ηλικίας δέντρα, σε αδιατάρακτες τοποθεσίες.
Ποια ήταν όμως η κατάσταση του δάσους και οι τάσεις των πληθυσμών των πουλιών αυτών τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά την τροφή και την ποιότητα θέσεων φωλιάσματος;
Η αδιάκοπη μείωση της ελεύθερης αιγοπροβατοτροφίας τα τελευταία 50 χρόνια ήταν αδιαμφισβήτητα ο κύριος παράγοντας που επηρέαζε καίρια τόσο τη βλάστηση όσο και τους πληθυσμούς των αρπακτικών και πτωματοφάγων πουλιών στην περιοχή του εθνικού πάρκου αλλά και γύρω από αυτό. Εξ αιτίας αυτής της μείωσης το δάσος ολοένα πύκνωνε και επεκτεινόταν σε βάρος των άδεντρων χώρων (λιβάδια, δασικά κενά, καλλιεργημένα χωράφια), οι πληθυσμοί των ερπετών μειώνονταν συνεχώς, και η διαθέσιμη τροφή για τα πτωματοφάγα πουλιά γινόταν ολοένα και πιο δυσεύρετη. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η σταδιακή εκπτώχευση της ποικιλίας των αρπακτικών με εξαφάνιση κάποιων και μείωση των πληθυσμών των πιο εξειδικευμένων ειδών σε όφελος των τροφικών γενικευτών όπως η γερακίνα και κάποια άλλα είδη. Με άλλα λόγια, η μείωση της κτηνοτροφίας, σήμαινε αργή εκπτώχευση και υποβάθμιση της αξίας του δάσους για τη βιοποικιλότητα, που με τον καιρό αναμένονταν να γίνονται όλο και εντονότερες.
Και έρχονται, μετά τη μικρή πυρκαγιά του 2011, η μεγάλη του 2022 και η ακόμη μεγαλύτερη του 2023 για να περιπλέξουν τα πράγματα περισσότερο. Επικεντρώνουμε στην τελευταία για να μη χαθούμε. Πριν μιλήσουμε για τις επιπτώσεις της,
Tα ερωτήματα για το ίδιο το συμβάν πλανώνται ακόμη αμείλικτα:
Γιατί κάηκε τόσο μεγάλη έκταση; Γιατί δεν μπορέσαμε να σβήσουμε εγκαίρως τη φωτιά;
Όλοι έχουν άποψη αλλά οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη καταλήξει. Αρκετοί πιστεύουν ότι στη φωτιά αυτή συνδυάστηκαν πολλές αιτίες, συγκυρίες και παθογένειες που επέτρεψαν να καεί τόσο μεγάλο μέρος του δάσους:
Ακραίες καιρικές συνθήκες; Σίγουρα δεν υπήρξαν συνεχώς ή, εν πάσει περιπτώσει, υπήρξαν εναλλασσόμενες περίοδοι με ισχυρούς ανέμους, και περίοδοι άπνοιας. Σίγουρα πάντως δεν μπορούμε να αποδώσουμε το μέγεθος της πυρκαγιάς σε ακραίους ανέμους ή κάτι άλλο.
Συσσώρευση καύσιμης βιομάζας; Σε κάποιο βαθμό αυτό είναι γεγονός, αλλά η σημασία του θα ήταν μάλλον παραπλανητικό να υπερεκτιμηθεί. Σε σύγκριση με την καύσιμη βιομάζα των δασών της βόρειας Εύβοιας, η διαθέσιμη κατακείμενη βιομάζα στη Δαδιά ήταν πολύ μικρότερη.
Έντονες ξηροθερμικές συνθήκες λόγω παρατεταμένης ανομβρίας συνδεόμενης με την κλιματική κρίση; Κι αυτό έπαιξε ρόλο αλλά μέχρις ενός βαθμού.
Περιορισμένη πρόσβαση λόγω ανάγλυφου και έλλειψης δρόμων; Μάλλον υπήρχε σε κάποια σημεία και αυτό, αλλά γενικώς η σημασία του δεν ήταν καθοριστική.
Έλλειψη επίγειων και εναέριων μέσων; Σε κάποιο βαθμό τις 3-4 πρώτες μέρες ναι, λόγω του ότι ήταν απασχολημένα στην μεγάλη φωτιά στο νότιο Έβρο. Τις υπόλοιπες 10 μέρες όχι.
Τεράστια έκταση, μακριά μέτωπα και πολλές «ουρές»; Σίγουρα ναι. Αυτό φαίνεται πως έπαιξε βαρύνοντα ρόλο και έπρεπε να είχε αποφευχθεί εγκαίρως.
Μπορούν όλα αυτά να δικαιολογήσουν το μέγεθος και τη διάρκεια της πυρκαγιάς; Σίγουρα εν μέρει.
Τι απομένει;
Το αν η στρατηγική και οι τακτικές της κατάσβεσης είχαν σχεδιαστεί ικανοποιητικά και αν η εφαρμογή της στην πράξη συνάντησε προσκόμματα, απρόβλεπτα γεγονότα ή προβλήματα, οργανωτικά, συντονισμού ή διαχείρισης. Όσοι συμμετείχαν στις προσπάθειες κατάσβεσης, απαντούν με σιγουριά καταφατικά σε όλα τα παραπάνω. Ναι, ο συντονισμός υποφέρει πολύ ώρες-ώρες, η τοπική γνώση και εμπειρία δεν αξιοποιείται επαρκώς, είναι μέγα λάθος να μη γίνονται προσπάθειες κατάσβεσης και να αποσύρονται οι πυροσβέστες τη νύχτα ή/και όταν υπάρχει άπνοια, είναι λάθος να μη χρησιμοποιείται επισήμως το αντι-πύρ, και διάφορα πολυάριθμα άλλα μικρά, που σωρευτικά μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο.
Τελικό συμπέρασμα: Πολλοί φυσικοί και ανθρωπογενείς παράγοντες και ένας αριθμός συγκυριών συνέργησαν ώστε η φωτιά να πάρει μεγάλες διαστάσεις και να καθυστερήσουμε να τη σβήσουμε. Οι ανθρωπογενείς αιτίες ήταν μάλλον σημαντικότερες και οι συστημικές αιτίες που σχετίζονται με τη φιλοσοφία και προσέγγιση της αντιμετώπισης των πυρκαγιών σε ένα πολύ ιδιαίτερο προστατευτέο δάσος (με κάποιες διαφορές από τα άλλα δάση της χώρας είναι αλήθεια) μάλλον έπαιξαν, και παίζουν, τον πιο κρίσιμο ρόλο. Πρέπει οπωσδήποτε να αντληθούν χρήσιμα διδάγματα για να μη χάσουμε και άλλα παρόμοια δάση με τον ίδιο τρόπο.
Τι όμως αλλάζει και τι δεν αλλάζει στο δάσος μετά τη φωτιά;
Πολλές συστάδες με μεγάλα πεύκα χάθηκαν για πάντα. Στα περισσότερα σημεία θα υπάρξει εκτεταμένη αναγέννηση. Για πολλά χρόνια, εκεί όπου υπήρχαν αραιά ώριμα δάση θα κυριαρχήσουν πυκνοί θαμνώνες. Η βλαστητική κάλυψη μπορεί μεν να μειώθηκε διότι κάηκαν ώριμες συστάδες, θα υπάρξει όμως αύξηση λόγω της αναβλάστησης και αναγέννησης. Το ποσοστό της κάλυψης με ξυλώδη φυτά μπορεί συνολικά και να μην αλλάξει. Σε δυο ως πέντε χρόνια μπορεί και να είναι υψηλότερο, λόγω της πυκνής αναγέννησης. Τα αγρο-δασικά τοπία που ξέραμε (βοσκοτόπια με αραιά δέντρα και λιβάδια) σε πολλές θέσεις χάθηκαν και θα αντικατασταθούν από πυκνούς θαμνώνες. Το τοπίο θα αλλάξει, οι διαθέσιμοι πόροι θα αλλάξουν: η πράσινη βιομάζα αρχικά θα αυξηθεί, οι πληθυσμοί εντόμων, αρθρόποδων, σπονδυλωτών θα επηρεαστούν, κάποιοι θετικά, οι περισσότεροι αρνητικά. Ίσως αρκετά μεγάλα αρπακτικά και γύπες δεν βρουν κατάλληλη θέση για φωλιά λόγω καταστροφής των μεγάλων δέντρων και των γύρω τους τοπίων. Τα ερπετά θα μειωθούν ακόμη περισσότερο. Δηλαδή η τροφή των αρπακτικών θα μειωθεί. Η μείωση της κτηνοτροφίας θα συνεχίσει δε με πιο εντατικούς ρυθμούς. Η βόσκηση που θα αραίωνε τα σχηματιζόμενα δάση θα εκτοπιστεί. Το δάσος θα εξελιχθεί με διαφορετικό τρόπο προς κατευθύνσεις που δε θα ευνοήσουν την ως τώρα πολύτιμη βιοποικιλότητα.
Ποια εκτιμάμε ότι θα είναι η αντίδραση των πληθυσμών των διαφόρων προστατευτέων ειδών πουλιών μέσα στα επόμενα 20 χρόνια; Πιθανότατα, κάποια από αυτά δεν θα συνεχίσουν να φωλιάζουν στο δάσος και ή θα φύγουν ή θα μετακινηθούν κάπου αλλού. Που; Σε γειτονικά άκαυτα μέρη της Ροδόπης εντός Ελλάδος ή και στη Βουλγαρία. Κάποια θα προσπαθήσουν να φωλιάσουν σε θέσεις πολύ κοντά στις παλιές τους φωλιές έστω κι αν είναι λιγότερο κατάλληλες. Κάποια μπορεί να μη φωλιάσουν καθόλου. Για να μάθουμε τα μεταπυρικά μεγέθη των πληθυσμών τους πρέπει να περιμένουμε τις επόμενες χρονιές οπότε και η -απαραίτητη- εντατική επιστημονική παρακολούθηση θα μας επιτρέψει να εκτιμήσουμε τη νέα κατάσταση. Δεν είναι απίθανο κάποια είδη να αυξηθούν κιόλας. Ομοίως, δεν είναι απίθανο όποια μείνουν να φωλιάσουν με πολύ χαμηλή αναπαραγωγική επιτυχία όμως, για μια σειρά από πιθανές αιτίες: λιγότερη τροφή, υποδεέστερης ποιότητας θέσεις φωλιάσματος. Ίσως όμως κι όχι.
Οι προοπτικές για την αναπαραγωγή των αρπακτικών του εθνικού πάρκου τα προσεχή έτη εκτιμώνται ήδη ως δυσμενείς. Λόγω ατυχέστατης συγκυρίας το μεγαλύτερο μέρος των εξαιρετικών δασών του νότιου Έβρου, τα οποία λόγω γειτονίας αλλά και της σύστασής τους θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δυνάμει εναλλακτικοί τόποι αναπαραγωγής και διατροφής των πουλιών, κάηκαν επίσης τις ίδιες μέρες. Η μεγαλύτερη σε έκταση ενιαία πυρκαγιά που σημειώθηκε ποτέ στην Ελλάδα εδώ και πέντε δεκαετίες αφορούσε δυστυχώς ολόκληρο τον κεντρικό και νότιο Έβρο.
Τι πρέπει λοιπόν να γίνει τώρα (και τι μπορούμε να κάνουμε;)
ώστε να μειωθούν όσο γίνεται περισσότερο οι αρνητικές επιπτώσεις της πυρκαγιάς στον πολύτιμο αυτό τόπο; Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και απαντήσεις. Αντιθέτως, υπάρχουν σοβαρά εμπόδια και δυσεπίλυτα προβλήματα για τη γρήγορη επανόρθωση των όποιων ζημιών: Πρακτικά, οικονομικά, νομικά, επιστημονικά και φιλοσοφικά τα οποία δεν έχουμε αρκετό χώρο για να περιγράψουμε σε αυτό το άρθρο. Η μεγαλύτερη απώλεια είναι τα μεγάλα δέντρα που κάηκαν. Δεν μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε με τίποτα δυστυχώς. Τεχνητές φωλιές σε καμένα δέντρα ή σε τεχνητά υποστηρίγματα μπορούν να δώσουν ίσως κάποιες πρόσκαιρες λύσεις. Τα άκαυτα μέρη που δυνητικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως θέσεις φωλιάσματος πρέπει να εντοπισθούν και να παραμείνουν ασφαλή και ανενόχλητα. Πολλά δέντρα που επιβίωσαν από την πυρκαγιά θα μεγαλώσουν και θα είναι ίσως κατάλληλα, σε μερικές δεκαετίες, για να φιλοξενήσουν μεγάλες φωλιές αρπακτικών. Το κρίσιμο ερώτημα είναι μέχρι τότε πόσα και τι είδη αρπακτικών θα έχουν επιβιώσει για να τα χρησιμοποιήσουν;
Είναι αυτονόητο ότι πρέπει άμεσα να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί ένα εντατικό σχέδιο ολοκληρωμένης επιστημονικής παρακολούθησης των πληθυσμών των πολύτιμων ειδών, των θέσεων φωλιάσματος και της αναπαραγωγικής τους απόδοσης, για να γνωρίζουμε τις όποιες αλλαγές με ακρίβεια και να κατανοήσουμε ορθά τις ανάγκες τους ώστε να βελτιώνουμε συνεχώς τα εφαρμοστέα διαχειριστικά μέτρα που εκτιμάμε ότι θα βοηθήσουν στη διατήρηση των πληθυσμών.
Φυσικά το θέμα της διαθεσιμότητας τροφής πρέπει επίσης να αντιμετωπισθεί με τη συνέχιση και επέκταση των θέσεων τροφοδοσίας για τα πτωματοφάγα. Από την άλλη, η εξέλιξη του δάσους θα πρέπει να οδηγηθεί με κατάλληλους δασοπονικούς χειρισμούς στην αύξηση της μωσαϊκότητας ανάμεσα στα πυκνοδασωμένα, τα αραιά και τα ανοιχτά μέρη (χωρίς δέντρα). Σήμερα, που η εκτατική κτηνοτροφία αργοπεθαίνει, κάτι τέτοιο είναι από κάποιες απόψεις δυσκολότερο και από κάποιες άλλες ευκολότερο απ΄ότι στο παρελθόν. Με το κόψιμο και την απομάκρυνση των καμένων θα δημιουργηθούν πρόσκαιρα ανοίγματα που όμως γρήγορα θα πυκνοκαλυφθούν από τα νέα φυντάνια.
Το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να διαχειριστούμε το νέο δάσος και να το οδηγήσουμε εκεί που θέλουμε (μια μεγαλύτερη μωσαϊκότητα) είναι η βόσκηση από φυτοφάγα ζώα.
Τι θα είναι αυτά; γίδια ή άγρια οπληφόρα που θα εισαχθούν; (ζαρκάδια, ελάφια, πλατώνια, κλπ) ή κάποιοι συνδυασμοί τους; Ότι κι αν τελικώς προαχθεί ως διαχειριστικό μέτρο, ένα είναι το σίγουρο, ότι τουλάχιστον για τις αμέσως επόμενες μεταβατικές δεκαετίες η παραδοσιακή βόσκηση αιγοπροβάτων πρέπει να ενισχυθεί με όλους τους δυνατούς τρόπους στην περιοχή και ίσως να χρειαστεί να προσελκύσει μεγάλους αριθμούς ζώων και από περιοχές εκτός αυτής. Η ενίσχυση πρέπει να εκληφθεί και να σχεδιαστεί όχι πλέον ως ενίσχυση μιας επαγγελματικής δραστηριότητας του πρωτογενούς τομέα που παράγει κρέας και γάλα για οικονομικούς σκοπούς (δεν θα μπορούσε άλλωστε λόγω των περιορισμών της ΚΑΠ), αλλά ως ενίσχυση του πιο αποτελεσματικού εργαλείου για τη διατήρηση της ακεραιότητας, της υγείας, της βιοποικιλότητας και του πλούτου των δασών μας.
Για να επιτευχθούν αυτά απαιτείται να διερευνηθούν λύσεις και να εφαρμοστούν πρακτικές έξω από την πεπατημένη και να συνεργαστούν με πνεύμα δημιουργικό και καινοτόμο, η ακαδημαϊκή κοινότητα, κάμποσα υπουργεία, η τοπική αυτοδιοίκηση, η δασική υπηρεσία, ο ιδιωτικός τομέας και η κοινωνία των πολιτών. □