Αρχές Σεπτεμβρίου 2023: η καταστροφή της ευρύτερης περιοχής του Δάσους της Δαδιάς έχει ολοκληρωθεί και οι ελπίδες να διασωθεί κάτι από αυτό το μοναδικό οικοσύστημα έσβησαν σιγά-σιγά… Η θλίψη είναι απερίγραπτη, ενώ οι σκέψεις για την επόμενη μέρα είναι πολύ δύσκολο να μετουσιωθούν σε αποφάσεις, ειδικά όσον αφορά τις αποφάσεις ζωής για τους κατοίκους της περιοχής. Αποφάσεις όμως πρέπει να λάβει και η Πολιτεία όσον αφορά τις πολιτικές για την ελληνική ύπαιθρο και την βιοποικιλότητα. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει με σύντομο τρόπο την ιδιαιτερότητα της απώλειας του συγκεκριμένου δάσους και των επιπτώσεων της εγκατάλειψης της υπαίθρου που καταγράφεται τις τελευταίες δεκαετίες.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια βασικά σημεία γιατί, όσο και αν δεν αρέσει σε πολλούς, ναι, δεν είναι όλα τα δάση ίδια.
Πρώτον, το Δάσος της Δαδιάς δεν είναι (δυσκολεύομαι να γράψω ήταν) ένα απλό δάσος ή μια προστατευόμενη περιοχή με σπάνια είδη φυτών και ζώων. Φιλοξενεί μια μοναδική αφθονία ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας και ιδιαίτερων δασικών τύπων οικοτόπων, με τον εμβληματικό Μαυρόγυπα και άλλα απειλούμενα είδη αρπακτικών πουλιών να ξεχωρίζουν στους σχετικούς καταλόγους, σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Το ευρύτερο τοπίο της Δαδιάς, χωρίς να διακρίνεται από εντυπωσιακά φαράγγια ή πολύ ψηλές κορυφές που συχνά φιλοξενούνται σε προβεβλημένες προστατευόμενες περιοχές, είναι το αποτέλεσμα ενός μοναδικού μακραίωνου συνδυασμού ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο συγκεκριμένο μεσογειακό γεωφυσικό περιβάλλον. Ο άνθρωπος, κυρίως μέσω της εκτατικής – παραδοσιακής κτηνοτροφίας, των υλοτομιών και άλλων δραστηριοτήτων στο δάσος, αλλά και της γεωργίας και της αγροδασοπονίας, αλληλοεπιδρούσε συνεχώς με τη φύση και διατηρούσε αυτήν τη μοναδικότητα. Το δάσος αυτό, μαζί με λίγες ακόμη προστατευόμενες περιοχές της Ελλάδας, αποτέλεσε μία από τις καλύτερες μελέτες περίπτωσης όσον αφορά τις θετικές επιδράσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στη φύση και τη βιοποικιλότητα, την προώθηση του οικοτουρισμού και τη διασυνοριακή συνεργασία.
Δεύτερον, η επί δεκαετίες συνεχιζόμενη εγκατάλειψη της υπαίθρου, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές ακόμη Μεσογειακές χώρες, έχει οδηγήσει σε πύκνωση της βλάστησης, επέκταση των δασών (γενικώς αυξάνονται σε έκταση κάθε χρόνο παρά τις πυρκαγιές) και μείωση της ετερογένειας και μωσαϊκότητας των τοπίων. Όμως, η ετερογένεια και η μωσαϊκότητα των τοπίων αποτελούν τις κύριες παραμέτρους διατήρησης και ενίσχυσης της βιοποικιλότητας. Η πύκνωση της βλάστησης έχει ωφελήσει συγκεκριμένα είδη της άγριας πανίδας (καλώς ή κακώς η άγρια πανίδα είναι πιο δημοφιλής στο ευρύ κοινό από την άγρια χλωρίδα) σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, γεγονός που έχει καταγραφεί από την αύξηση των πληθυσμών εμβληματικών δασόβιων ειδών, όπως η καφέ αρκούδα, ο λύκος και ο λύγκας. Αυτό το φαινόμενο, δηλαδή της επαναφοράς μεγάλων περιοχών σε πιο «άγρια» κατάσταση λόγω εγκατάλειψης από τους ανθρώπους και φυσικής (ή οικολογικής) διαδοχής της βλάστησης περιγράφεται με τον όρο rewilding.
Πολλοί οπαδοί της αστικής Οικολογίας πανηγυρίζουν για το rewilding επειδή βλέπουν τα πράγματα μόνο από τη δική τους σκοπιά, χωρίς να κατανοούν ότι, ειδικά στο Μεσογειακό περιβάλλον, είναι απλά ένα αποτέλεσμα της μειούμενης ανθρώπινης παρουσίας και επαγγελματικής δραστηριοποίησης στα φυσικά οικοσυστήματα, που συνοδεύεται από ελάχιστες θετικές επιδράσεις και πολλές επιπτώσεις. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι η αύξηση των πληθυσμών και η μεγαλύτερη διασπορά των τριών αυτών μεγάλων χερσαίων θηλαστικών αποτελεί μια θετική πλευρά του φαινομένου rewilding, χωρίς να μπούμε εδώ, για λόγους συντομίας, στην ανάλυση άλλων σημαντικών επιπτώσεων του ίδιου φαινομένου, όπως η σύγκρουση λύκου – αγροτικών ζώων, που σε πολλές πλέον περιοχές της χώρας μας έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και εντείνει την εγκατάλειψη στης εκτατικής αιγοπροβατοτροφίας και βοοτροφίας.
Τι γίνεται, όμως, σε επίπεδο τοπίου και ειδικότερα βλάστησης, που αποτελεί σε όλες της τις μορφές (ποώδης, ξυλώδης, ξηρή, ζωντανή (πράσινη), στον υπόροφο, το μεσόροφο ή τον ανώροφο) την καύσιμη ύλη στις δασικές πυρκαγιές; Η έλλειψη καθαρισμού των δασών, οργανωμένα-τεχνητά, π.χ. για υλοτομίες, ρητινοσυλλογή σε πευκοδάση ή κλάδευση για πυροπροστασία, ή με πιο «φυσικό τρόπο», όπως μέσω βόσκησης από αίγες, οδηγεί στην υπερ-συσσώρευση καύσιμης ύλης στην επιφάνεια του εδάφους και στην αδυναμία πρόσβασης στο δάσος. Έτσι, τα διάκενα στα δάση «κλείνουν» και σε συνδυασμό με την μαζική απώλεια αγροδασικών συστημάτων και γεωργικών εκτάσεων μέσα ή κοντά στα δάση, χάνονται πολύτιμες ζώνες αναχαίτισης των πυρκαγιών. Αυτό ακριβώς έγινε στη Δαδιά, παρά τις μακροχρόνιες και πολύπλευρες προσπάθειες πολλών επιστημόνων και οργανισμών, που επέμεναν για την ανάγκη διατήρησης της ετερογένειας των δασικών ενδιαιτημάτων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, μόνο μεταξύ των ετών 1999 και 2016 οι ενεργοί κτηνοτρόφοι στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμμης – Σουφλίου μειώθηκαν κατά 50% (από 60 σε 30) και το ζωικό κεφάλαιο (σε κεφαλές αιγών, προβάτων και βοοειδών, με τις πρώτες να αποτελούν την πλειονότητα) κατά 60%.
Όλα αυτά τα προβλήματα, που καταγράφονται σε όλη σχεδόν την ελληνική ύπαιθρο, είναι σαφές ότι δεν προέκυψαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων ετών. Η ραγδαία αστικοποίηση σε συνδυασμό με την απαξίωση των επαγγελμάτων του πρωτογενή τομέα από την ελληνική κοινωνία και, κυρίως, η έλλειψη ξεκάθαρων πολιτικών και καλά στοχευμένων δράσεων για τη γεωργία-κτηνοτροφία-δασοπονία-μελισσοκομία-αλιεία και για την εν γένει υποστήριξη της περιφέρειας – ειδικά σε ακριτικές περιοχές όπως ο Έβρος – οδήγησαν στον μαρασμό του αγροτικού χώρου, με τελευταία τρανή απόδειξη τα αποτελέσματα της Απογραφής Πληθυσμού του 2021. Ταυτόχρονα, σε πολιτικό επίπεδο, επικράτησαν οι απόψεις όσων θεωρούν τη Δασική (και την Αρχαιολογική) Υπηρεσία «εμπόδιο» στην ανάπτυξη, όπως κι αν αυτή εννοείται.
Έτσι, το 1998, η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης – με μερική «συνεισφορά» και της ίδιας της Δασικής Υπηρεσίας – πέρασε ολοκληρωτικά στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, που ανέλαβε ένα, ουσιαστικά, άγνωστο για αυτήν έργο. Έκτοτε, στην κατάσβεση των πυρκαγιών επικρατεί η προτεραιοποίηση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που θέτει πάνω από όλα την ανθρώπινη ζωή, τις περιουσίες, τις υποδομές και μετά το δάσος. Τις τελευταίες μέρες, όπως προκύπτει από πολλές επιτόπιες μαρτυρίες και σοβαρά άρθρα στον τύπο, είναι σαφές ότι αυτή η προτεραιοποίηση άφησε τη φωτιά στη Δαδιά να γιγαντωθεί, καθώς δεν υπήρξε σχεδόν καμία προσπάθεια κατάσβεσης στο δάσος τις τέσσερεις πρώτες μέρες, ενώ τις επόμενες υπήρξε έλλειψη συντονισμού. Τα παραπάνω δεν αποτελούν μομφή προς τους πυροσβέστες, των οποίων οι προσπάθειες είναι πραγματικά ηρωικές. Είναι σαφές όμως, ότι σε προστατευόμενες περιοχές, όπως η Δαδιά, η ιδιαίτερη αξία αυτού του δάσους έπρεπε να είναι γνωστή από την αρχή και να μην αποτελεί τέταρτη προτεραιότητα.
Σαφές είναι επίσης ότι οι δύο Υπηρεσίες πρέπει να συνεργάζονται στο κομμάτι της καταστολής των δασικών πυρκαγιών (κάτι που έχει γίνει επιτυχώς σε πολλές περιπτώσεις τον τελευταίο καιρό), όσο μάλιστα στη Δασική Υπηρεσία υπηρετούν ακόμη άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τον χώρο και πώς πρέπει να δράσουν στην έναρξη και περαιτέρω εκδήλωση μιας πυρκαγιάς. Για τα ειδικότερα ζητήματα της δασοπυρόσβεσης, η χώρα διαθέτει άριστους ειδικούς σε επιστημονικό και επιχειρησιακό επίπεδο, καθώς και εμπειρία, πλέον, από καταστροφικότατες μεγα-πυρκαγιές. Ας τους ακούσουμε με προσοχή. Ένα από τα ζητήματα που πρέπει οπωσδήποτε να αναθεωρηθεί είναι αυτό της εκκένωσης των οικισμών, γιατί τους αφήνει χωρίς ανθρώπους που μπορούν να συμβάλουν καίρια στην καταπολέμηση των μετώπων με εργαλεία ή, απλά, με τη γνώση της περιοχής τους.
Κλείνοντας αυτήν τη σύντομη παρέμβαση, επιμένω στο ζήτημα των ενεργειών που απαιτούνται για την ΠΡΟΛΗΨΗ των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας. Η λύση θα έρθει μόνο μέσα από την αναβίωση πρακτικών και την στιβαρή υποστήριξη των επαγγελμάτων του πρωτογενή τομέα, που θα κρατήσουν ή θα επαναφέρουν τον κόσμο στα χωριά μας. Βασική προϋπόθεση αποτελεί η λήψη άμεσης ισχυρής πολιτικής απόφασης και η παροχή κινήτρων προς νέους και μεσήλικες για την ενασχόλησή τους στην ύπαιθρο, σε μια λογική καλώς εννοούμενης επιχειρηματικότητας και βελτίωσης του επιπέδου της ζωής σε αυτήν. Χρηματοδότηση για τέτοια κίνητρα μπορεί να αναζητηθεί μέσα από τα μέτρα της τρέχουσας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και άλλους μηχανισμούς στα διάφορα επίπεδα της διοίκησης.
Το 2023 καταγράφεται ήδη ως η χειρότερη μέχρι σήμερα χρονιά για τη χώρα μας όσον αφορά τις δασικές πυρκαγιές. Για πρώτη φορά εκκενώθηκαν περιοχές με χιλιάδες κατοίκους και επισκέπτες (βλ. Ρόδος) και απειλήθηκαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις (Αγχίαλος, Έβρος). Μετά και από την καταστροφή στη Βόρεια Εύβοια το 2021, καθένας από τη θέση του οφείλει να πιέσει για τη λήψη των ορθών πολιτικών αποφάσεων, σε αυτήν την περίπτωση για την ελληνική ύπαιθρο, τα δάση και τις προστατευόμενες περιοχές. Οφείλουμε να εργαστούμε ώστε η Ροδόπη, ο Όλυμπος, η Πίνδος, ο Γράμμος, τα Άγραφα, η Οίτη, τα βουνά της Πελοποννήσου (Χελμός, Ερύμανθος, Ταΰγετος, Πάρνωνας) και άλλες υπέροχες, εμβληματικές ή λιγότερο γνωστές, περιοχές στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα να διασωθούν.
Δρ Γιάννης Καζόγλου,
μόνιμος κάτοικος μικρών χωριών ακριτικών περιοχών,
Αναπλ. καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Υ.Γ. Το τρέχον αφιέρωμα της ΟΙΚΟΤΟΠΙΑΣ στο ευρύτερο Δάσος Δαδιάς – Λευκίμμης – Σουφλίου και τις δασικές πυρκαγιές προέκυψε κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς στον Έβρο (τέλη Αυγούστου – αρχές Σεπτέμβρη 2023) και αποτελεί έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε όσους ζουν στον Έβρο, στις ζωές που χάθηκαν, στο ίδιο το Δάσος της Δαδιάς, σε όσους αφιέρωσαν τη ζωή τους σε αυτό, και στις νεότερες γενιές που δεν πρόλαβαν να το γνωρίσουν καλά πριν καεί…
□